εξεπεσον

εξεπεσον
    ἐξέπεσον
    aor. 2 к ἐκπίπτω См. εκπιπτω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εξεπεσον" в других словарях:

  • ἐξέπεσον — ἐκπίτνω aor ind act 3rd pl ἐκπίτνω aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»